Θεσσαλιώτις

Θεσσαλιώτις
Αρχαία χώρα της Θεσσαλίας. Βλ. λ. Θεσσαλία.
* * *
Θεσσαλιῶτις, -ώτιδος, ἡ (Α)
μια από τις τέσσερεις περιοχές τής Θεσσαλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. *θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (< στρατός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θετταλιῶτις — Θεσσαλιῶτις , Θεσσαλιῶτις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλιῶτιν — Θεσσαλιῶτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις — Περιοχή της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα. Ήταν το ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία είχε διαιρεθεί η θεσσαλία. Τα άλλα τρία ήταν η Πελασγιώτις, η Θεσσαλιώτις και η Φθιώτις. Η Ε. βρισκόταν στο δυτικό μισό του βόρειου τμήματος της Θεσσαλίας και …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Θετταλιῶτιν — Θεσσαλιῶτιν , Θεσσαλιῶτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλιώτιδι — Θεσσαλιώτιδι , Θεσσαλιῶτις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θετταλιώτιδος — Θεσσαλιώτιδος , Θεσσαλιῶτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”