Θετταλιῶτις — Θεσσαλιῶτις , Θεσσαλιῶτις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλιῶτιν — Θεσσαλιῶτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… … Dictionary of Greek
Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις — Περιοχή της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα. Ήταν το ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία είχε διαιρεθεί η θεσσαλία. Τα άλλα τρία ήταν η Πελασγιώτις, η Θεσσαλιώτις και η Φθιώτις. Η Ε. βρισκόταν στο δυτικό μισό του βόρειου τμήματος της Θεσσαλίας και … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
Θετταλιῶτιν — Θεσσαλιῶτιν , Θεσσαλιῶτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θετταλιώτιδι — Θεσσαλιώτιδι , Θεσσαλιῶτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θετταλιώτιδος — Θεσσαλιώτιδος , Θεσσαλιῶτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)